σεισμομετρία

σεισμομετρία
η, Ν
(γεωφ.) κλάδος τής σεισμολογίας που ασχολείται με τη μελέτη και τη μέτρηση τών εδαφικών κινήσεων οι οποίες προκαλούνται από τους σεισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. seismometry (< σεισμός + -μετρία*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σεισμομετρία — η μελέτη των σεισμών με τη βοήθεια του σεισμομέτρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… …   Dictionary of Greek

  • σεισμομετρικός — ή, ό, Ν [σεισμόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σεισμομετρία ή στο σεισμόμετρο …   Dictionary of Greek

  • σεισμομετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σεισμομετρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”